- μπάκακας
- οο βάτραχος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπάκακας — και μπάμπακας, ο 1. βάτραχος 2. παροιμ. «εκάκιωσεν ο μπάκακας κι η λίμνη δεν τό ξέρει» λέγεται για όσους θορυβούν και απειλούν μάταια ενώ είναι εντελώς ανίσχυροι και αδύναμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάβακας (Ησύχ.), ηχομιμητική λ. από τη φωνή τού βατράχου … Dictionary of Greek
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek
κακιώνω — και κακιώνομαι [κακία] 1. θυμώνω, οργίζομαι, δυσαρεστούμαι, ψυχραίνομαι με κάποιον, κατεβάζω μούτρα 2. παροιμ. α) «κάκιωσ ο καλόγερος κι έκαψε τα ρούχα του» για αυτόν που εξοργίζεται και βλάπτει τον εαυτό του, επειδή δεν μπορεί να βλάψει εκείνον… … Dictionary of Greek
μπάμπακας — ο βλ. μπάκακας … Dictionary of Greek
μπάμπουρας — Κοινή ονομασία του εντόμου Bombus της οικογένειας των απίδων της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι συγγενές είδος με τη μέλισσα με την οποία μοιάζει πολύ στη μορφή και στις συνήθειες, εκτός από το μέγεθος, γιατί συχνά ξεπερνά τα 22 χιλιοστά σε μήκος.… … Dictionary of Greek
μπακακάκι — το [μπάκακας] βατραχάκι … Dictionary of Greek